- σιλεσιανός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σιλεσία2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Σιλεσιανός, η Σιλεσιανήο κάτοικος τής Σιλεσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιλεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σιλεσία + κατάλ. -ιανός (πρβλ. καλαματ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.